- ἱμερόεντα
- ἱ̱μερόεντα , ἱμερόειςexciting desireneut nom/voc/acc plἱ̱μερόεντα , ἱμερόειςexciting desiremasc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
CIOS — emporium Phrygiae, a Cio, Herculis comite. Item fluv. eiusdem nominis, de quo Diopys. v. 806. Ηταχί πεῤ ἱμερόεντα Κίος προΐησι ῥέεθρα. Plin. l. 5. c. 32. Cios cum oppido eiusdem nomunis, Phrygiae emporium, a Milesis quondam ronditum. Item… … Hofmann J. Lexicon universale
ιμερόεις — ἱμερόεις, εσσα, εν (Α) 1. αυτός που διεγείρει πόθο, επιθυμία, ο θελκτικός (α. «ἱμερόεντα ἔργα γάμοιο», Ομ. Ιλ. β. «χροὸς ἱμερόεντος», Ομ. Ιλ. γ. «ἱμερόεσσαν ἀοιδήν», Ομ. Ιλ.) 2. φρ. «ἱμερόεις γόος» η ανάγκη να ξεσπάσει κάποιος σε κλάμα και θρήνο… … Dictionary of Greek
μετέρχομαι — (I) (ΑΜ μετέρχομαι, Α αιολ. και δωρ. τ. πεδέρχομαι) νεοελλ. (σχετικά με μέσα) χρησιμοποιώ, μεταχειρίζομαι («μετέρχεται κάθε μέσο θεμιτό ή αθέμιτο προκειμένου να επιβάλει τις απόψεις του») νεοελλ. μσν. (για τέχνη ή επάγγελμα) ασκώ («μετέρχεται το… … Dictionary of Greek